Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νοικάρης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νοικάρ|ης <-ηδες> [niˈkaris] SUBST αρσ, νοικάρισσα [niˈkarisa] SUBST θηλ

νοικάρης
Mieter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский