Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νομικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

II . νομικ|ός <-ή, -ό> [nɔmiˈkɔs] SUBST mf

νομικός
Jurist(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με νομικός

νομικός παραστάτης
νομικός θετικισμός ΝΟΜ
Rechtsberater(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский