Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νοσηρός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νοσηρ|ός <-ή, -ό> [nɔsiˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. νοσηρός (που βλάπτει την υγεία):

νοσηρός

2. νοσηρός (μη φυσιολογικός):

νοσηρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский