Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ντουβάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ντουβάρι [duˈvari] SUBST ουδ

1. ντουβάρι:

ντουβάρι
Wand θηλ

2. ντουβάρι μτφ (κουτός άνθρωπος):

ντουβάρι
Esel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский