Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεγυμνώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεγυμνώ|νω <-σα, -σθηκα, -μένος> [ksɛjimˈnɔnɔ] VERB μεταβ

1. ξεγυμνώνω (αφαιρώ τα ρούχα):

ξεγυμνώνω

2. ξεγυμνώνω μτφ (ληστεύω):

ξεγυμνώνω

II . ξεγυμνώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский