Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκάνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεκάν|ω <-α, -ωμένος> [ksɛˈkanɔ] VERB μεταβ

1. ξεκάνω (πουλώ):

ξεκάνω

2. ξεκάνω (πουλώ όσο να 'νε):

ξεκάνω

3. ξεκάνω (σκοτώνω, καταστρέφω):

ξεκάνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский