Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξενίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξενί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛˈnizɔ] VERB μεταβ

1. ξενίζω (υποδέχομαι):

ξενίζω

2. ξενίζω (εκπλήττω, ξαφνιάζω):

ξενίζω

II . ξενί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛˈnizɔ] VERB αμετάβ (δείχνω ξένος)

ξενίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский