Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξενυχτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξενυχτ|ώ <-άς, -ησα, -ισμένος> [ksɛnixˈtɔ], ξενυχτί|ζω [ksɛnixˈtizɔ] <-σα, -σμένος> VERB αμετάβ

1. ξενυχτώ (περνώ τη νύχτα άγρυπνος):

2. ξενυχτώ (διασκεδάζω):

3. ξενυχτώ (δουλεύω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский