Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολοκληρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ολοκληρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɔlɔkliˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ολοκληρώνω (κάνω ακέραιο, τέλειο):

ολοκληρώνω

2. ολοκληρώνω (τελειώνω):

ολοκληρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский