Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομόρρυθμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομόρρυθμ|ος <-η, -ο> [ɔˈmɔriθmɔs] ΕΠΊΘ

1. ομόρρυθμος (παρόμοιος):

ομόρρυθμος

2. ομόρρυθμος ΟΙΚΟΝ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский