Ελληνικά » Γερμανικά

ον <όντος> [ɔn] SUBST ουδ

1. ον (πλάσμα):

ον
Wesen ουδ
έμβιο ον
Lebewesen ουδ

2. ον φιλος:

ον
Seiende ουδ

ον-λάιν [ɔnˈlain] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ

Παραδειγματικές φράσεις με ον

Lebewesen ουδ
Deoroller αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский