Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορθώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ορθώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɔrˈθɔnɔ] VERB μεταβ (στήνω όρθιο)

ορθώνω

II . ορθώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ορθώνομαι:

2. ορθώνομαι μτφ (επαναστατώ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский