Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορμητικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ορμητικότητα [ɔrmitiˈkɔtita] SUBST θηλ

ορμητικότητα
Heftigkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский