Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραξενεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παραξεν|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [paraksɛˈnɛvɔ] VERB μεταβ

παραξενεύω

II . παραξεν|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [paraksɛˈnɛvɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ιδιότροπος)

παραξενεύω

III . παραξενεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский