Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παστρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παστρικ|ός <-ή [ή -ιά], -ό> [pastriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. παστρικός (καθαρός):

παστρικός

2. παστρικός (άνθρωπος):

παστρικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский