Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιμαζεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . περιμαζ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [pɛrimaˈzɛvɔ] VERB μεταβ

1. περιμαζεύω (πράγματα):

περιμαζεύω

2. περιμαζεύω (παρέχω άσυλο):

περιμαζεύω

3. περιμαζεύω μτφ (συγκρατώ):

περιμαζεύω

II . περιμαζεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский