Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιοδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . περιοδ|εύω <-εψα> [pɛriɔˈðɛvɔ] VERB μεταβ (κάποιον τόπο)

περιοδεύω

II . περιοδ|εύω <-εψα> [pɛriɔˈðɛvɔ] VERB αμετάβ (κάνω περιοδεία)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский