Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιοριστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιοριστής [pɛriɔrisˈtis] SUBST αρσ (γενικά)

περιοριστής
Begrenzer αρσ
περιοριστής πλάτους ΦΥΣ (κύματος)

Παραδειγματικές φράσεις με περιοριστής

περιοριστής πλάτους ΦΥΣ (κύματος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский