Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιεστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιεστικ|ός <-ή, -ό> [piɛstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. πιεστικός (αναφερόμενος στην πίεση):

πιεστικός
Druck-
πιεστικός κύλινδρος ΜΗΧΑΝΙΚΉ
Druckrolle θηλ

2. πιεστικός (επίμονος):

πιεστικός

Παραδειγματικές φράσεις με πιεστικός

πιεστικός κύλινδρος ΜΗΧΑΝΙΚΉ
Druckrolle θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский