Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιστώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιστώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pisˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. πιστώνω (εμπορεύματα):

πιστώνω

2. πιστώνω (γράφω σε λογαριασμό):

πιστώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский