Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιόνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιόνι [ˈpçɔni] SUBST ουδ

1. πιόνι (στο σκάκι: γενικά):

πιόνι
Schachfigur θηλ

2. πιόνι (στο σκάκι: το πιο απλό):

πιόνι
Bauer αρσ

3. πιόνι μτφ (όργανο άλλων):

πιόνι
Marionette θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский