Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλαγιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πλαγιά|ζω <-σα, -σμένος> [plaˈjazɔ] VERB μεταβ

1. πλαγιάζω (ξαπλώνω κάτι):

πλαγιάζω

2. πλαγιάζω (βάζω στο κρεβάτι):

πλαγιάζω

II . πλαγιά|ζω <-σα, -σμένος> [plaˈjazɔ] VERB αμετάβ

1. πλαγιάζω (ξαπλώνω):

πλαγιάζω

2. πλαγιάζω (πάω για ύπνο):

πλαγιάζω

3. πλαγιάζω μτφ:

πλαγιάζω με κάποιον (κάνω έρωτα)

Παραδειγματικές φράσεις με πλαγιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский