Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλασάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλασάρ|ω <-ισα> [plaˈsarɔ] VERB μεταβ (εμπορεύματα)

πλασάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский