Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πληροφοριοδότης , πληρεξουσιοδοτώ , πληροφορική και πληροφορία

πληροφοριοδότης (πληροφοριοδότρια) [ɛrɣɔˈðɔtis, ɛrɣɔˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πληροφοριοδότης (πληροφοριοδότρια)
Auskunftgeber(in) αρσ (θηλ)

πληροφορική [plirɔfɔriˈci] SUBST θηλ

πληρεξουσιοδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [plirɛksusiɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский