Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλύσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλύσιμο [ˈplisimɔ] SUBST ουδ

1. πλύσιμο:

πλύσιμο
Wäsche θηλ

2. πλύσιμο (πιάτων):

πλύσιμο
Spülen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με πλύσιμο

βοήθησε στο πλύσιμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский