Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποιμενικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ποιμενικ|ός <-ή, -ό> [pimɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ (ειδύλλιο)

ποιμενικός
Hirten-

II . ποιμενικ|ός [pimɛniˈkɔs] SUBST αρσ (σκύλος)

ποιμενικός
Schäferhund αρσ
γερμανικός ποιμενικός
σκωτσέζικος ποιμενικός
Collie αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ποιμενικός

γερμανικός ποιμενικός
σκωτσέζικος ποιμενικός
Collie αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский