Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πονηριά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πονηριά [pɔniˈri̯a] SUBST θηλ

1. πονηριά (εξυπνάδα):

πονηριά
Schlauheit θηλ

2. πονηριά (μάλλον δολιότητα):

πονηριά
List θηλ

3. πονηριά (κόλπο):

πονηριά
Trick αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский