Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρασινίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πρασινί|ζω <-σα, -σμένος> [prasiˈnizɔ] VERB μεταβ (βάφω πράσινο)

πρασινίζω

II . πρασινί|ζω <-σα, -σμένος> [prasiˈnizɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι πράσινος)

πρασινίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский