Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρεσάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρεσάρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [prɛˈsarɔ] VERB μεταβ

πρεσάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский