Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προθυμοποιούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προθυμοποι|ούμαι <-ήθηκα> [prɔθimɔpiˈumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

προθυμοποιούμαι να κάνω κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με προθυμοποιούμαι

προθυμοποιούμαι να κάνω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский