Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσέλκυση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσέλκυσ|η <-εις> [prɔˈsɛlcisi] SUBST θηλ

1. προσέλκυση ΦΥΣ:

προσέλκυση μτφ
Anziehung θηλ

2. προσέλκυση ΟΙΚΟΝ (νέων πελατών):

προσέλκυση
Akquisition θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский