Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσκομίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσκομί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [prɔskɔˈmizɔ] VERB μεταβ

1. προσκομίζω (βρίσκω):

προσκομίζω

2. προσκομίζω (παρουσιάζω):

προσκομίζω

Παραδειγματικές φράσεις με προσκομίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский