Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προστακτική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προστακτική [prɔstaktiˈci], προσταχτική [prɔstaxtiˈci] SUBST θηλ ΓΛΩΣΣ

προστακτική
Imperativ αρσ
προστακτική
Befehlsform θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский