Ελληνικά » Γερμανικά

πόντος1 [ˈpɔndɔs] SUBST αρσ (πέλαγος)

πόντος
Meer ουδ
Schwarzes Meer ουδ

πόντος2 [ˈpɔndɔs] SUBST αρσ

1. πόντος (μονάδα βαθμολογικής μέτρησης):

πόντος
Punkt αρσ

2. πόντος (εκατοστόμετρο):

πόντος
Zentimeter αρσ

3. πόντος (θηλιά πλεχτού):

πόντος
Masche θηλ
μου έφυγε ένας πόντος

4. πόντος (μπηχτή):

πόντος
Seitenhieb αρσ

Εύξεινος Πόντος [ˈɛfksinɔs ˈpɔndɔs] SUBST αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πόντος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский