Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρουφηχτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρουφηχτ|ός <-ή, -ό> [rufixˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. ρουφηχτός (αβγό):

ρουφηχτός

ιδιωτισμοί:

Schmatzer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский