Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σάλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σάλος [ˈsalɔs] SUBST αρσ

1. σάλος (μεγάλος θόρυβος):

σάλος
Getöse ουδ

2. σάλος (στο πλήθος, αναταραχή):

σάλος
Unruhen θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский