Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σβαρνίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σβαρνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [zvarˈnizɔ] VERB μεταβ

1. σβαρνίζω (χωράφι):

σβαρνίζω

2. σβαρνίζω (σέρνω):

σβαρνίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский