Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σεξ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σεξ [sɛks] SUBST ουδ αμετάβλ

σεξ
Sex αρσ

σεξ-σόπ [sɛksˈsɔp] SUBST ουδ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский