Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σιχαμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σιχαμερ|ός <-ή, -ό> [sixamɛˈrɔs], σιχαμέν|ος [sixaˈmɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. σιχαμερός (αηδιαστικός):

2. σιχαμερός (χαρακτήρας):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский