Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκάνδαλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκάνδαλο [ˈskanðalɔ] SUBST ουδ

1. σκάνδαλο (δυσφορία):

σκάνδαλο
Ärgernis ουδ

2. σκάνδαλο (αξιοκατάκριτο γεγονός, ντροπή):

σκάνδαλο
Skandal αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский