Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκέπασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκέπασμα [ˈscɛpazma] SUBST ουδ

1. σκέπασμα (η πράξη):

σκέπασμα
Bedecken ουδ

2. σκέπασμα (κάλυμμα):

σκέπασμα
Abdeckung θηλ

3. σκέπασμα (καπάκι):

σκέπασμα
Deckel αρσ

4. σκέπασμα (κουβέρτα):

σκέπασμα
Decke θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский