Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκιερός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκιερ|ός <-ή, -ό> [sciɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. σκιερός (με σκιά, στη σκιά):

σκιερός

2. σκιερός (αδιαφανής):

σκιερός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский