Ελληνικά » Γερμανικά

σκοπιαν|ός <-ή, -ό> [skɔpçaˈnɔs] ΕΠΊΘ

1. σκοπιανός (της πόλης Σκόπια):

σκοπιανός

2. σκοπιανός (του κράτους Σκόπια):

σκοπιανός

Σκοπιαν|ός (-ή) [skɔpçaˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. Σκοπιανός (κάτοικος της πόλης):

Einwohner(in) αρσ/θηλ von Skopje

2. Σκοπιανός (κάτοικος του κράτους):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский