Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκουριασμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκουριασμέν|ος <-η, -ο> [skuri̯azˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. σκουριασμένος:

σκουριασμένος

2. σκουριασμένος μτφ (απαρχαιωμένος):

σκουριασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский