Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σοβαρός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σοβαρ|ός <-ή, -ό> [sɔvaˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. σοβαρός (ύφος, χαρακτήρας, κρίσιμος):

σοβαρός

2. σοβαρός (αξιόπιστος):

σοβαρός

3. σοβαρός (σημαντικός):

σοβαρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский