Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπέρμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπέρμα [ˈspɛrma] SUBST ουδ

1. σπέρμα (σπόρος):

σπέρμα
Samen αρσ

2. σπέρμα (του αρσενικού):

σπέρμα
Sperma ουδ
σπέρμα

3. σπέρμα μτφ (αρχικό αίτιο):

σπέρμα
Keim αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский