Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στένωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στένωσ|η <-εις> [ˈstɛnɔsi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

στένωση
Stenose θηλ
βαλβιδική στένωση
στένωση του λάρυγγα
στένωση του λάρυγγα

Παραδειγματικές φράσεις με στένωση

βαλβιδική στένωση
στένωση του λάρυγγα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский