Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σταυρωτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σταυρωτής [stavrɔˈtis] SUBST αρσ

1. σταυρωτής (αυτός που θανατώνει):

σταυρωτής
Kreuziger(in) αρσ (θηλ)

2. σταυρωτής μτφ (ενοχλητικός):

σταυρωτής
Quälgeist αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский