Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στερέωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στερέωμα [stɛˈrɛɔma] SUBST ουδ

1. στερέωμα (η πράξη):

στερέωμα
Abstützen ουδ

2. στερέωμα (υποστήριγμα):

στερέωμα
Stütze θηλ

3. στερέωμα ΑΣΤΡΟΝ:

στερέωμα
Firmament ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский