Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στεφάνη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στεφάνη [stɛˈfani] SUBST θηλ

1. στεφάνη (στεφάνι):

στεφάνη
Kranz αρσ

2. στεφάνη (χείλος δοχείου, άκρη):

στεφάνη
Rand αρσ
κέρμα ουδ με απλή στεφάνη
λεία στεφάνη (κέρματος)
glatter Rand αρσ

3. στεφάνη ΒΟΤ:

στεφάνη
Blumenkrone θηλ

4. στεφάνη ΑΣΤΡΟΝ:

στεφάνη
Hof αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με στεφάνη

λεία στεφάνη (κέρματος)
glatter Rand αρσ
κέρμα ουδ με απλή στεφάνη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский